- συνεκδημώ
- -έω, ΜΑ, και δωρ. τ. συνεσδαμέω Α [συνέκδημος]αποδημώ, ξενιτεύομαι μαζί με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεκδημῶ — συνεκδημέω go pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνεκδημέω go pres ind act 1st sg (attic epic doric) συνεκδημέω go pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνεκδημέω go pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδημία — ἡ, Α [συνέκδημος] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνεκδημῶ* … Dictionary of Greek
συνεκδημητικός — ή, όν, Α [συνεκδημῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνέκδημο ή στην συνεκδημία* 2. αυτός που έχει διάθεση ή έφεση για συνεκδημία* 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Συνεκδημητικός ονομασία έργου τού Ίωνος … Dictionary of Greek
συνεσδαμώ — έω, A (δωρ. τ.) βλ. συνεκδημῶ … Dictionary of Greek